- μιλιοδείκτης
- οκιονίσκος κατά μήκος τών δρόμων για ένδειξη τών αποστάσεων σε μίλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλι + δείκτης (< δείχνω), πρβλ. ωρο-δείκτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίλι — Μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων, με διάφορες τιμές για τη θάλασσα (διεθνές ναυτικό μ.) και για την ξηρά (αγγλικό μ.). Το διεθνές ναυτικό μ. καθορίστηκε με διεθνή σύμβαση του 1929 ακριβώς σε 1.852 μ. · το αγγλικό μ. (που χρησιμοποιείται στη… … Dictionary of Greek
μιλιάριον — μιλιάριον, τὸ (Α, Μ μιλιάριν) 1. υψηλό χάλκινο σκεύος, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, μέσα στο οποίο θερμαινόταν νερό 2. μιλιοδείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. miliarium «θερμαντήρ». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < λατ. milliarium (<… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δράμας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας είναι ένα μικρό μουσείο (Πατριάρχου Διονύσου 2, Δράμα) που καλύπτει χρονολογικά την ανθρώπινη παρουσία στο νομό από τη μέση παλαιολιθική εποχή (50.000 χρόνια πριν από σήμερα) έως τις αρχές του 20ού αι. Η έκθεση των… … Dictionary of Greek